- υπέρκλυσις
- -ύσεως, ἡ, Α [ὑπερκλύζω]1. πλημμύρα, κατακλυσμός2. το άκρο κρήνης ή κρηπίδας πάνω από την οποία τρέχει το νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρκλυσιν — ὑπέρκλυσις overflow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)